- καταστρατηγουμένας
- καταστρατηγουμένᾱς , καταστρατηγέωovercome by generalshippres part mp fem acc pl (attic epic doric)καταστρατηγουμένᾱς , καταστρατηγέωovercome by generalshippres part mp fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.